Έναν μουντόν Λονδρέζικον πρωινόν του 1987, θκυό εγγλέζοι εργάτες εμπήκασιν σε έναν καφέ στο δυτικόν Λονδίνον. Ξέρετε, όι που τζιείνα τα καφέ τα χάι που έχουμεν εμείς, που τζιείνα της Αγγλίας που πάεις να φάεις English breakfast, να πιείς παραβρασμένον τσάιν, τζιαι να αναγιώσεις τα τριγλυκερίδια σου. Ο ένας ήταν 50άρης τζιαι ο άλλος ήταν μιτσής, 25άρης το πολλύν.
"Καλώς τα κοπέλια" είπεν ο ιδιόκτήτης πίσω που τον πάγκον, ενώ το ράδιον έπαιζεν το "It's a sin" των Pet Shop Boys. "Διάλειμμαν για πρόγευμαν;"
"Ναι" λαλεί το μιάλος, "ήρταμεν για μιαν εκφόρτωσην τζιαι καρτερούμεν το φορτηγόν να έρτει."
"Τι θα παραγγείλετε;"
"Έναν φουλ πρέκφαστ για μέναν" λαλεί ο πιο μιάλος. "Βάρμου τζιαι λλίον μπλακ πούντινγκ [πηγμένον γιαίμαν του σιοίρου]" .
"Μπέικον ή λουκάνικον;" ρωτά ο μάειρας.
"Τζιαι που τα θκυό."
"Το ίδιον τζιαι για μέναν" λαλεί ο μιτσής.
Με το που κάθουνται ποταβρίζουνται να πιάσουν εφημερίδες. Ο μιάλος έπιασεν την Sun τζιαι ο μιτσής Daily Mirror. Τα πρωτοσέλιδα εγράφαν για την ιδιωτικοποίησην της British Airways που έκαμεν η Θάτσιερ. Τζιαι οι θκυό αννοίξαν τες εφημερίδες στη σελίδα 3 να δουν την τιτσηρόβυζην της ημέρας τζιαι ύστερα επήασιν στα αθλητικά.
"Μα ίντα μποννα κουβαλήσετε; Έσιει πολλά χρόνια που εκλείσαν οι αποθήκες τζιαι τα εργοστάσια δαμαί στες περιοχές μας" λαλεί ο μάειρας σαν εκαθάριζεν με την σπάτουλαν την κρουσμένην μίλλαν που την πλάκαν.
"Εν ένας πελλοκυπραίος καλλιτέχνης που έσιει το εργαστήριν του δαμαί δίπλα. Έκαμεν έναν τεράστιον άγαλμαν τζιαι εννα το πέψουμεν στην Κύπρον. Τριαντατρία πόθκια ύψος ακούεις" λαλεί ο μιτσής.
"Ίντα άγαλμαν εν τούτον που εν τριαντατρία πόθκια;"
Aπαντά ο μιάλος τζιαι λαλεί: "Εν του Μακαρίου. Αθθυμάσαι τότε πριν τριάντα χρόνια που μας επολεμούσασιν εις την Κύπρον; Τούτος ήταν ο ηγέτης τους."
"Αν ναι, αθθυμούμαι τον τούντον παπάν. Ήταν τέλλεια σαν τον Ρασπούτιν. Πώς σου φαίνεσται, τότες επολεμούσαν μας τζιαι τωρά κάμνουσιν τα αγάλματα τους δαμαί τζιαι εμείς κουβαλούμεν τους τα..." λαλεί ο μάειρας σαν έφερνεν τα πιάτα με το φαΐν.
"Ό,τι τζι'αν ένει, πιερώννουν καλά" λαλεί ο μιτσής. "Έχω τζιαι έναν ανιψιόν στρατιώτην που έκαμεν τζιεικάτω έναν φεγγάριν. Είχαν τον εις τα Φόλκλαντ τζιαι μετά επέψαν τον με τα Ηνωμένα Έθνη τζιεικάτω για να πνάσει. Έκαμνεν την αμπέλιν. Εσφάζουνταν με τους Τούρκους πριν καμιάν δεκαρκάν χρόνια τζιαι έχουμεν στρατόν τζιεικάτω να κρατά την ειρήνην. Όι πως γίνεται τζιαι τίποτε τωρά – απ'ότι μου λαλεί ο ανιψιός μου μέσα-μέσα παίζουσιν κανέναν στρατιώτην, αλλά βασικά οι δικοί μας εν για διακοπές που πάσιν."
Όπως εβούτταν το μπλακ πούντινγκ μες τον κρόκον του αυκού, ο μιάλος εθώρεν έξω που το παραθύριν. Μόλις είσιεν αννοίξει έναν Μακντόναλντς τζιαι εδιαφήμιζεν μιαν προσφοράν. Γυρίζει τζιαι λαλεί: "Πέτε ό,τι θέλετε, αλλά τούτον το άγαλμαν εγιώ βαφτίζω το Big Mak!" τζιαι εφυρτήκαν τζιαι οι τρεις.