Sunday, 23 February 2014
Wednesday, 19 February 2014
Kυπριακό και λύση: από τη μετααποικιακή εθνοκεντρική νεωτερικότητα στη δυνατότητα υπέρβασης του εθνοκοινοτισμού
Το κείμενον εδημοσιεύτηκεν στο περιοδικό Χρόνος.
Η επιθυμία για μια επανενωμένη Κύπρο δεν ερμηνεύεται αυτονόητα. Το κρίσιμο ερώτημα είναι τι είδους μέλλον οραματιζόμαστε και τι θέλουμε από αυτό.
Η επιθυμία για μια επανενωμένη Κύπρο δεν ερμηνεύεται αυτονόητα. Το κρίσιμο ερώτημα είναι τι είδους μέλλον οραματιζόμαστε και τι θέλουμε από αυτό.
Η σημαία της μεταβατικής διοίκησης κατά την περίοδο μετά το τέλος της αποικιοκρατίας και της ανακήρυξης της Κυπριακής Δημοκρατίας |
Η ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι μια ιστορία διεκδίκησης επικυριαρχίας και προσπάθειας για επιβολή ισχύος όχι μόνο από την ελληνοκυπριακή στην τουρκοκυπριακή κοινότητα και αντίστροφα,[1] αλλά και εντός της καθεμιάς. Είναι μια ιστορία γραμμένη με το αίμα Τουρκοκυπρίων και Ελληνοκυπρίων, αντρών, γυναικών και παιδιών, όπου παράλληλα με την ένοπλη βία της εθνοκοινοτικής σύγκρουσης στο νησί υπάρχουν και άλλες ανομολόγητες μορφές βίας (σωματικής ή μη), που νομιμοποιούνται και γίνονται αθέατες από το κυρίαρχο αφήγημα του Κυπριακού. Όπου το τελευταίο έχει αναχθεί στην απόλυτη μορφή επικυριαρχίας μέσα στο μετααποικιακό πλαίσιο της Κύπρου.
Ο ανταγωνιστικός εθνικισμός των δύο πλευρών στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα οδηγούσε νομοτελειακά στη σύγκρουση. Με δεδομένη την ελληνοκυπριακή λογική που απαιτούσε την υποταγή των αριθμητικά μειοψηφούντων Τουρκοκυπρίων στη θέληση της ελληνοκυπριακής πλειοψηφίας (ένωση ή/και Κυπριακή Δημοκρατία ως ελληνικό κράτος), η τουρκοκυπριακή εθνικιστική θέση για διχοτόμηση και αδυναμία συνύπαρξης γινόταν αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Παράλληλα, προχωρούσε η συσπείρωση της κάθε κοινότητας γύρω από την αντίστοιχη κυρίαρχη εκδοχή του εθνικού αγώνα. Ακόμα και το Α.Κ.Ε.Λ., που μέχρι το 1963-64 ήταν η μοναδική, αλλά φθίνουσα πια, φωνή δικοινοτικής πολιτικής οργάνωσης, κατά τις ταραχές ευθυγραμμίστηκε με το κυρίαρχο αφήγημα του Μακαρίου όταν ο τελευταίος ανέπτυξε έναν ευκαιριακό και συγκυριακό αντιιμπεριαλισμό. Έναν αντίστοιχο αντιιμπεριαλισμό εξέφρασε και ο Τάσσος Παπαδόπουλος το 2004, όπως και σήμερα οι επίγονοί του.
Η συσπείρωση της κάθε κοινότητας απέναντι στην εθνική απειλή είχε μια σειρά από παράπλευρες απώλειες. Τουρκοκύπριες γιαγιάδες γίνονταν θύματα επιθέσεων από νεαρούς ζηλωτές του κεμαλισμού, οι οποίοι τραβώντας τους τις μαντίλες απαιτούσαν την ενδυματολογική ευθυγράμμιση στον εθνικό εκμοντερνισμό της κοινότητας. Αντίστοιχα, ο εθνικός πέλεκυς έπεφτε βαρύς σε όποιον ή όποια παρέβαινε το μποϊκοτάζ αγγλικών προϊόντων από την Ε.Ο.Κ.Α. Ενίοτε, μέλη της τελευταίας έκαιγαν τελετουργικά χούλα-χουπ, ως διαφθείροντα το εθνικό φρόνημα. Σε πιο μαζικό επίπεδο, αριστεροί και αριστερές και από τις δύο κοινότητες τρομοκρατήθηκαν, βασανίστηκαν ή εκτελέστηκαν από εθνικιστές για την αντεθνική τους δράση, όπως κι αν αυτή ορίζεται. Τέλος, η οργάνωση Τ.Μ.Τ. του Ντενκτάς δολοφόνησε Τουρκοκύπριους με όπλα που χρησιμοποιήθηκαν για ξεκαθάρισμα λογαριασμών ανθρώπων του υποκόσμου ανάμεσα στους Ελληνοκυπρίους.
Η διχοτόμηση που έφερε το 1974, αποκρυστάλλωσε την εθνική ενότητα στην κάθε πλευρά είτε με όρους τραγωδίας είτε με όρους θριάμβου. Αυτή η αποκρυστάλλωση έβαλε την ένοπλη διακοινοτική σύγκρουση στην κατάψυξη, αλλά ταυτόχρονα δημιούργησε μια κατάσταση εξαίρεσης που νομιμοποιούσε άλλες μορφές εξουσίας εντός της ελληνοκυπριακής κοινότητας. Η Κυπριακή Δημοκρατία λειτουργεί χωρίς ουσιαστικό διαχωρισμό εξουσιών, παρά τις κάποιες μικρές εξαιρέσεις. Με έναν πρόεδρο-αυτοκράτορα που σε συνθήκες εθνικής ενότητας δεν ελέγχεται από τους όποιους εξισορροπητικούς μηχανισμούς του Συντάγματος του 1960, στον βαθμό που αυτοί υπάρχουν καν μετά την αποχώρηση της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Το δίκαιο της ανάγκης όχι μόνο εκλογικεύει και νομιμοποιεί την οικειοποίηση του κράτους, αλλά και επιτρέπει φαινόμενα πέρα και έξω από το Σύνταγμα. Από την άμεση επιρροή και τον πολυεπίπεδο ρόλο της Εκκλησίας, η οποία λειτουργεί ως παράλληλος θεσμός που σμίγει με το κράτος, μέχρι την ύπαρξη της Εθνικής Φρουράς και τον θεσμοποιημένο μιλιταρισμό της κοινωνίας. Τέλος, θέτει σκληρά όρια στην πολιτική, πολύ περισσότερο για την Αριστερά.
Κανένα από τα πιο πάνω χαρακτηριστικά δεν αποτελούν βέβαια μια κυπριακή ιδιαιτερότητα. Όμως στην περιορισμένη κλίμακα ενός διχοτομημένου νησιωτικού χώρου αποκτούν άλλα ποιοτικά χαρακτηριστικά και εκφέρονται με μεγαλύτερη ένταση. Αποτέλεσμα των αντιφάσεων ήταν διάφορα σκάνδαλα διαπλοκής και φαινόμενα εγκληματικής (δυσ)λειτουργίας κρατικών θεσμών. Η σταδιακή κλιμάκωση των φαινομένων αυτών δεν είχε μόνο οικονομικό κόστος αλλά και ανθρώπινο. Αναφέρω ενδεικτικά τα πλέον πρόσφατα γεγονότα με την κατάρρευση των τραπεζών και τη βίαιη δημοσιονομική προσαρμογή, το σκάνδαλο των αξιογράφων, την πτώση του αεροπλάνου της Ήλιος και την έκρηξη στο Μαρί (για την οποία η Εθνική Φρουρά θεωρήθηκε αμέτοχη ευθυνών). Το (ελληνοκυπριακό) κράτος άρχισε, εξόφθαλμα πλέον, να τρώει τα παιδιά του.
Με τα δεδομένα αυτά, και έχοντας υπόψη ότι η εσωστρέφεια, η ανασφάλεια και ο ρατσισμός της ελληνοκυπριακής κοινωνίας αυξάνονται πλέον γεωμετρικά λόγω κρίσης και μνημονίου, το ερώτημα που προκύπτει είναι κατά πόσο επιθυμούμε τη διατήρηση της παρούσας κατάστασης. Η απάντηση σε αυτό ακριβώς το ερώτημα, έστω και ανομολόγητη ή/και υποσυνείδητη, καθόριζε και καθορίζει την ψήφο της καθεμιάς και του καθενός.
Ο φόβος για το άγνωστο και η τρομολαγνεία για ένα ενδεχόμενο μέλλον όπου η ελληνοκυπριακή κοινότητα θα έχανε την κυριαρχία της πάνω στο κράτος (βλ. «δεν πήρα κράτος για να παραδώσω κοινότητα» του Παπαδόπουλου) εξηγεί εν μέρει την επιθυμία για διατήρηση του στάτους κβο. Ενός στάτους κβο το οποίο χτίστηκε πάνω στη διχοτόμηση και την αδυναμία έκφρασης οποιασδήποτε πολιτικής πέρα από την εθνική κοινότητα. Η διατήρηση της παρούσας κατάστασης συνεπάγεται και τον μόνιμο πολιτικό διαχωρισμό Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.
Από την άλλη πλευρά, η επιθυμία για μια επανενωμένη Κύπρο δεν είναι αρκετή, ούτε και ερμηνεύεται αυτονόητα. Γεννιέται λοιπόν ένα άλλο ερώτημα: Τι είδους μέλλον οραματιζόμαστε και τι θέλουμε από αυτό; Έτσι, ο πολιτικός φιλελευθερισμός και ο εκσυγχρονισμός από τη Δεξιά μέχρι τη σοσιαλδημοκρατία βλέπουν άλλες οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές προοπτικές μέσα από μια επανενωμένη Κύπρο.[2] Αναφωνώντας «την Ευρώπην θέλομεν και ας τρώγωμεν πέτρες», το ακραίο κέντρο εκσυγχρονίζει το «την Ελλάδα θέλομεν και ας τρώγωμεν πέτρες» της δεκαετίας του 1950.
Δεν υπάρχει καμία ψευδαίσθηση ως προς το ότι οι παράμετροι του νέου κράτους θα διατηρήσουν σε μεγάλο βαθμό τις εξουσιαστικές δομές που περιέγραψα πιο πάνω. Πέρα από αυτό όμως υπάρχει μια δυνατότητα που αναπόφευκτα θα προσφέρει η πιθανή διευθέτηση, και που πρέπει να μεγιστοποιηθεί: η σύναψη πολιτικών συμμαχιών και συνεργασιών πέρα από το εθνικό δίπολο. Οι Κύπριοι θα μπορέσουν να δημιουργήσουν ένα πολιτικό πεδίο που δεν θα διχοτομείται σε αμοιβαίως αποκλειόμενες εθνοκοινοτικές οντότητες, αλλά θα μπορεί να υπερβεί τον εθνοκοινοτισμό μέσω κοινών πολιτικών δράσεων που αντιμετωπίζουν τις οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, τα ταξικά προνόμια, τους αποκλεισμούς λόγω καταγωγής ή θρησκείας, τις διακρίσεις λόγω φύλου και σεξουαλικού προσανατολισμού ή τη βίαιη ανάπτυξη σε βάρος του φυσικού και ανθρώπινου περιβάλλοντος. Μέσα από αυτή τη νέα νοηματοδότηση της κυπριακής πολιτότητας θα μπορέσουν οι δύο κοινότητες να ξεφύγουν από την τρόικα και την türkoika (όπως ονομάζεται από την τουρκοκυπριακή κοινότητα ο μνημονιακού τύπου νεοφιλελεύθερος μετασχηματισμός που επιβάλλεται από την Τουρκία).
Όπως και το 2004, γνωρίζουμε ότι η διεκδίκηση αυτού του χώρου δεν θα είναι καθόλου εύκολη. Ακόμη περισσότερο λόγω της δεδηλωμένης κοινής αντίληψης Έρογλου-Αναστασιάδη για όσο το δυνατόν λιγότερη αλληλεπίδραση μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Ανεξαρτήτως όμως των προθέσεων, το χτίσιμο της ειρηνικής συνύπαρξης όλων των κατοίκων του νησιού εξαρτάται και από τις πολιτικές επιλογές και δράσεις που θα αναλάβουν όσοι και όσες επιθυμούν μια επανενωμένη Κύπρο στην οποία θα δημιουργηθεί χώρος για μια Αριστερά που δεν θα αναλώνεται σε μια διεκδίκηση εθνικής ή άλλης νομιμοποίησης, κάτι που ισχύει αυτή τη στιγμή και στις δύο κοινότητες.
Μια αμυντική άρνηση απέναντι στην προτεινόμενη λύση επειδή αυτή θα είναι νεοφιλελεύθερη ή ιμπεριαλιστική (που θα είναι) αγνοεί τρία ουσιαστικά διακυβεύματα: α) η απόρριψη στο όνομα του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα όχι μόνο δεν αλλάζει κάτι σε σχέση με τον ιμπεριαλισμό, αλλά ενδεχομένως τον παγιώνει ακόμα περισσότερο: οι γεωστρατηγικοί σχεδιασμοί σε σχέση με το φυσικό αέριο θα συνεχίσουν, τα τουρκικά, ελληνικά και βρετανικά στρατεύματα θα παραμείνουν στο νησί, και η τουρκοκυπριακή κοινότητα θα παραμείνει εξαρτημένη από την Τουρκία χωρίς άλλη προοπτική, β) με βάση την παρούσα κατάσταση, η Αριστερά στην Κύπρο είναι εγκλωβισμένη μέσα σε εθνικούς πολιτικούς όρους που την ακρωτηριάζουν, και γ) απέχοντας από αυτή τη μάχη, η Αριστερά χάνει την ευκαιρία να οριοθετήσει την υπέρβαση του εθνοκοινοτισμού με δικούς της όρους, και όχι με αυτούς των πολιτικών ελίτ και του κεφαλαίου των δύο κοινοτήτων. Έτσι, θα έχει εκχωρήσει τη δυνατότητα αυτής της υπέρβασης, όπως έχει εκχωρήσει και τόσα άλλα ζητήματα.
Η υπέρβαση του εθνοκοινοτισμού μέσα από μια λύση του Κυπριακού θα επιτρέψει στην ελληνοκυπριακή και την τουρκοκυπριακή Αριστερά να παλέψουν μαζί για το όραμα που εύγλωττα διατύπωσε η Ντοούς Ντεριά κατά την ορκωμοσία στην τουρκοκυπριακή Βουλή:[3] «Ορκίζομαι στην ανθρώπινη μου αξιοπρέπεια ότι: θα εργαστώ για τον/την οποιοδήποτε ζει στη χώρα της Κύπρου με στόχο να μη θυματοποιείται εξαιτίας της γλώσσας, της θρησκείας, της φυλής, του τόπου γέννησης, της κοινωνικής τάξης, της ηλικίας, της σωματικής ικανότητας, του φύλου ή του σεξουαλικού προσανατολισμού· ότι θα δουλέψω για τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος δικαιοσύνης και ισότητας, όπου η εργασία δε θα γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης· ότι θα αγωνιστώ για την αντικατάσταση της κουλτούρας της σύγκρουσης και της βίας με τη θεμελίωση των αξιών της ειρήνης και της συναίνεσης· ότι θα μείνω προσηλωμένη στις αξίες του κοινωνικού κράτους δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών· ότι δεν θα παραιτηθώ από το όραμα της εγκαθίδρυσης μιας ομοσπονδιακής Κύπρου».
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Παρά το ότι υπάρχουν και άλλες κοινότητες στην Κύπρο (αρμενική, μαρωνίτικη, καθολική), αυτές είναι ουσιαστικά πολιτικά ανύπαρκτες αφού αναγκάστηκαν συνταγματικά να επιλέξουν σε ποια από τις δύο κοινότητες θα απορροφηθούν.
[2] Βλ. ενδεικτικά http://youtu.be/DRtO23bU-FI.
[3] http://2ha-cy.blogspot.com/2013/08/blog-post_15.html
Subscribe to:
Posts (Atom)